- φωλίς
- φωλίςfishfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φωλίς — (I) ίδος, ἡ, Α είδος θαλάσσιου ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωλεός / φωλεά + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. δεσμ ίς)]. (II) ίδος, ἡ, Α βλ. φολίδα … Dictionary of Greek
φωλίδα — φωλίς fish fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωλίδας — φωλίς fish fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωλίδες — φωλίς fish fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωλίδι — φωλίς fish fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωλίδος — φωλίς fish fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωλίδων — φωλίς fish fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φολίδα — η / φολίς, ίδος, ΝΜΑ, και φωλίς Α 1. καθένα από τα μικρά οστρακοειδή πετάλια που καλύπτουν το σώμα τών ερπετών και τών ψαριών, λέπι 2. μικρή μεταλλική πλάκα με την οποία καλύπτουν την επιφάνεια διαφόρων αντικειμένων νεοελλ. 1. μεταλλικό έλασμα 2 … Dictionary of Greek
φωλαΐς — ίδος, ἡ, Α στον πληθ. αἱ φωλαΐδες (κατά τον Ησύχ.) «ὀστράκινά τίνα βρομώδη». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. φωλάς, κατ επίδραση τού τ. φωλίς] … Dictionary of Greek
bheu-, bheu̯ǝ- (bhu̯ā-, bhu̯ē-) : bhō̆ u- : bhū- — bheu , bheu̯ǝ (bhu̯ā , bhu̯ē ) : bhō̆ u : bhū English meaning: to be; to grow Deutsche Übersetzung: ursprũnglich “wachsen, gedeihen” Note: (probably = “to swell”), compare O.Ind. prábhūta ḥ with O.Ind. bhūri ḥ etc under *b(e)u … Proto-Indo-European etymological dictionary